4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Seat Ibiza 1.6 GTi


ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΓΑΜΟ

Ύστερα από έξι μήνες με το 1600άρι Ιμπίθα, η γνώμη μας για το αυτοκίνητο
είναι πλέον ακόμα πιο θετική από τότε που το πρωτογνωρίσαμε, τον Ιούνιο του
?96. Πρόκειται πραγματικά για ένα αυτοκίνητο όχι από αυτά που σε
εντυπωσιάζουν στην πρώτη επαφή, για να σε απογοητεύσουν σιγά σιγά όσο περνά
ο καιρός από διάφορα μικροπροβλήματα, αλλά αντίθετα για ένα αυτοκίνητο που
πραγματικά αξίζει μακρόχρονη συμβίωση.

Η ΠΙΟ ΚΡΙΣΙΜΗ στιγμή σε μια Δοκιμή Μακράς Διαρκείας ενός αυτοκινήτου είναι
η στιγμή του αποχωρισμού. Εκεί πια φαίνονται όλα, εκεί ξεκαθαρίζουν
σαφέστατα οι αμνοί από τα ερίφια.
Για άλλα αυτοκίνητα αδιαφορείς εντελώς, για κάποια μπορεί να χαρείς κιόλας
που τα? ξεφορτώθηκες, για κάποια άλλα όμως πραγματικά λυπάσαι που τα
χάνεις.
Τα αυτοκίνητα που έχουμε μαζί μας για το εξάμηνο που διαρκεί η δοκιμασία
είναι εκείνα με τα οποία διαμορφώνεται μια μακροχρόνια, σταθερή σχέση, η
οποία είναι φυσικά πολύ πιο απαιτητική από την εφήμερη σχέση που
αναπτύσσεται με τα καινούρια αυτοκίνητα των Δοκιμών που εναλλάσσονται ανά
δεκαήμερο.
Έξι μήνες μετά, λοιπόν, και το Ιμπίθα 1600 των 100 ίππων σίγουρα είναι από
τα αυτοκίνητα που λυπάσαι όταν αποχωρίζεσαι. Ίσως να μην είναι το
αυτοκίνητο με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα που ερωτεύεται κανείς με την πρώτη
ματιά, κάτι όμως που πρέπει πάντα να θυμόμαστε όλοι εμείς που δοκιμάζουμε
και κρίνουμε για λογαριασμό των αναγνωστών κάθε καινούριο αυτοκίνητο που
κυκλοφορεί, είναι το γεγονός ότι, όταν αποφασίζει κανείς να βάλει το χέρι
στην τσέπη και να αγοράσει ένα καινούριο αυτοκίνητο που θα το «παντρευτεί»
αρκετά χρόνια, το ζητούμενο δεν είναι ο κεραυνοβόλος έρωτας αλλά η
μακρόχρονη και απροβλημάτιστη σχέση αγάπης.
Αυτό ακριβώς ήταν το Ιμπίθα για μας: όσο περνούσε ο καιρός, όλο και
περισσότερο το προτιμούσαν οι συντάκτες μας που ξεκινούσαν, είτε για
μακρινές αποστολές στην άλλη άκρη της Ελλάδας (στην άλλη άκρη της Ευρώπης
έφτασε ο συνεργάτης μας Γιάννης Τριάντης!) είτε για να κατέβουν στο κέντρο
της πόλης για κάποια σύντομη δουλειά. Εύκολο και ξεκούραστο στην οδήγηση,
γρήγορο αλλά και πολύ σταθερό ακόμα και σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, αλλά και
εντελώς απροβλημάτιστο, δίκαια το μικρομεσαίο Σέατ (εν αναμονή και του
μικρότερου Αρόζα) έγινε από τα αγαπημένα μας.

Ημερολόγιο? καταστρώματος
Παραλάβαμε το αυτοκίνητο στις 21/6/96 με μόλις 14 χλμ στο οδόμετρο, και
όταν το επιστρέψαμε στις 27/1/97 είχε ήδη κάτω από τις ρόδες του 32.160
χλμ. Μέσα σε όλα αυτά τα χιλιόμετρα, δεν «έμεινε» ποτέ και για κανένα λόγο,
ενώ επισκέφθηκε το συνεργείο πέντε φορές για τα προγραμματισμένα σέρβις,
και άλλες ακόμα δυο -τρεις φορές για μικροπράγματα.
Πέρα από το συνεργείο της Τεχνοκάρ, επισκεφθήκαμε και τέσσερα ακόμα
συνεργεία από την Καλλιθέα μέχρι τη Γλυφάδα, χωρίς φυσικά να δηλώσουμε την
ταυτότητά μας, και οι διαπιστώσεις μας ήταν παραπάνω από θετικές. Αν και το
υπόλοιπο δίκτυο των αντιπροσώπων της Σέατ λειτουργεί τόσο καλά όσο οι
τέσσερις που «δοκιμάσαμε» (Α. Μακρής, Α. Τσιβελεκίδης, «Εξέλιξη» και Auto
Service Καλλιθέα), τότε οι πελάτες της εταιρίας βρίσκονται μάλλον σε καλά
χέρια. Οι τιμές εργασιών και ανταλλακτικών συμφωνούν μεταξύ τους στην εκ
των υστέρων σύγκριση των τιμολογίων, ενώ πολύ θετικό δείγμα είναι και η
συμπλήρωση ειδικού εντύπου πλήρους ελέγχου του αυτοκινήτου, γεγονός που
δίνει εμπιστοσύνη στον πελάτη και πιστοποιεί την υπευθυνότητα του
συνεργείου.
Παίρνοντας έναν μέσο όρο από τα σέρβις που κάναμε, το «μικρό» σέρβις
(αλλαγή λαδιών και φίλτρου, γενικός έλεγχος και ρυθμίσεις) θα σας κοστίσει
λίγο κάτω από 20.000 δρχ (περίπου μισά-μισά σε εργασία και ανταλλακτικά),
ενώ στα σέρβις που αλλάζονται και μπουζί, φίλτρα αέρα-βενζίνης και τακάκια,
να υπολογίζετε περίπου τα διπλάσια.
Πέρα από τα προγραμματισμένα, το αυτοκίνητό μας στα 6.700 χλμ επέστρεψε
στην αντιπροσωπεία για τοποθέτηση κλιματισμού, διαδικασία που ολοκληρώθηκε
φυσικά χωρίς κανένα πρόβλημα, και κοστίζει 485.000 δρχ μαζί με την εργασία.
Με την ευκαιρία, αλλάξαμε και το πίσω τμήμα της εξάτμισης (αν και το
εργοστασιακό δεν είχε κανένα πρόβλημα), τοποθετώντας μια εξάτμιση της
Sebring, κόστους 105.000 δρχ. Οι εντυπώσεις μας από τη «μετατροπή» ήταν
σίγουρα θετικές (όπως είχαμε γράψει και σε προηγούμενο τεύχος μας) και δε
διστάζουμε να την προτείνουμε, με μοναδική επιφύλαξη τον ελαφρά αυξημένο
θόρυβο (σε κάποιους βέβαια αρέσει περισσότερο).
Από μικροπροβλήματα, τα μόνα που καταγράψαμε (και διορθώθηκαν δωρεάν μέσα
στην εγγύηση του αυτοκινήτου) ήταν ένα χαλασμένο διάφραγμα στο μεσαίο
καζανάκι της εξάτμισης (σέρβις 7.500 χλμ), μια χαλαρή βάση της πίσω
εταζέρας που ακουγόταν ενοχλητικά (σέρβις 15.000 χλμ) καθώς και ο
μηχανισμός της ζώνης ασφαλείας του οδηγού που «μάγκωνε» μερικές φορές και
αντικαταστάθηκε στα 19.500 χλμ.
Λίγο μετά τα 20.000 χλμ αποφασίσαμε να αλλάξουμε αμορτισέρ (αν και παρά τη
σκληρή χρήση τα εργοστασιακά είχαν ακόμα αρκετή διάρκεια ζωής),
τοποθετώντας τέσσερα «κόκκινα» ΚΟΝΙ και αφήνοντας τα εργοστασιακά ελατήρια
(όπως άλλωστε προτείνει και η εταιρία). Η αλλαγή μάς άφησε θετικές
εντυπώσεις και μας ώθησε να σε ένα βήμα πιο πέρα, κάνοντας και μια ακόμα
δοκιμή αναρτήσεων στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Τρίπολης, στο περιθώριο
της μεγάλης δοκιμής ελαστικών του 1996. Τα αναλυτικά μας σχόλια
δημοσιεύθηκαν στο τεύχος Δεκεμβρίου ?96, εδώ όμως αρκεί να σημειώσουμε ότι
από όλες τις λύσεις τα ΚΟΝΙ μας άρεσαν περισσότερο, σε σχέση μάλιστα και με
το σχετικά χαμηλό τους κόστος.
Ο μέσος όρος κατανάλωσης βενζίνης σε όλη τη διάρκεια της εξάμηνης δοκιμής
μας ήταν 9,95 λτ/100 χλμ, και εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε ότι με τη
σύγχρονη τεχνολογία του ηλεκτρονικού ψεκασμού και της βελτιστοποίησης των
καύσεων για λόγους εκπομπών καυσαερίων, έχει κατεβάσει και τις καταναλώσεις
των αυτοκινήτων. Ένα αυτοκίνητο 1.600 κ.εκ. και 100 ίππων της δεκαετίας του
?70 ή και του ?80 θα περιμέναμε να καίει περίπου 11 με 12 λίτρα ανά 100
χιλιόμετρα, ειδικά μάλιστα με το γκάζι στο πάτωμα όπως συχνά κινήθηκε το
δικό μας αυτοκίνητο. Στο μεταξύ, ας αναφέρουμε και ότι η τοποθέτηση του
κλιματισμού που έγινε κατά τη διάρκεια της Δοκιμής μας δεν επηρέασε
σημαντικά την κατανάλωση.
Με λύπη το αποχωριστήκαμε ?σας το είπαμε και στον πρόλογο. Όταν η ισπανική
εταιρία καταφέρνει να συνδυάζει γερμανική αξιοπιστία και ποιότητα με
μεσογειακές επιδόσεις και οδική συμπεριφορά, το αποτέλεσμα είναι ότι πρέπει
για «γάμο» και μακρόχρονη συμβίωση._4Τ



Με το χέρι στην τσέπη
Ο μέσος όρος κατανάλωσης βενζίνης σε όλη τη διάρκεια της εξάμηνης δοκιμής
μας ήταν 9,95 λτ/100 χλμ.
Το «μικρό» σέρβις (αλλαγή λαδιών και φίλτρου, γενικός έλεγχος και
ρυθμίσεις) θα σας κοστίσει λίγο κάτω από 20.000 δρχ (περίπου μισά-μισά σε
εργασία και ανταλλακτικά), ενώ στο «μεγάλο» σέρβις που αλλάζονται και
μπουζί, φίλτρα αέρα-βενζίνης και τακάκια, να υπολογίζετε περίπου τα
διπλάσια.
Στα 32.146 χλμ που συμπλήρωσαμε, πληρώσαμε συνολικά...1.052.000 δρχ. Από
αυτά, 671.000 για βενζίνη, 45.000 για τέλη κυκλοφορίας, 170.000 για
ασφάλιση και 165.500 για σέρβις και επισκευές.
Το κόστος ανά χιλιόμετρο (χωρίς να υπολογίσουμε την απόσβεση της αξίας
αγοράς) ήταν 33 δρχ.

Αν ήταν δικό μας...
Κατ? αρχάς θα το προτιμούσαμε στο χρώμα της Δοκιμής μας, χωρίς να
αποκλείεται και το μπλε μεταλλικό (προσωπική επιλογή), σίγουρα όμως θα το
διαλέγαμε με κλιματισμό.
Από εκεί και πέρα, όταν θα φθείρονταν τα αμορτισέρ του, θα τα
αντικαθιστούσαμε με «κόκκινα» ΚΟΝΙ (τα δοκιμάσαμε), ενώ δε θα αποκλείαμε
και τη χρήση των νέων Sensatrac της Monroe (αφήνοντας και στις δύο
περιπτώσεις τα ελατήρια του εργοστασίου). Κατά τα άλλα, δε θα αλλάζαμε
διάσταση ελαστικών, δε θα κάναμε την παραμικρή επέμβαση στον κινητήρα, ενώ
το μόνο που θα «επιτρέπαμε» θα ήταν ίσως η αντικατάσταση του πίσω τμήματος
της εξάτμισης (όταν τελείωνε η ζωή της εργοστασιακής) με κάποια εξάτμιση
κάποιας γνωστής και έγκυρης εταιρείας όπως η Σέμπρινγκ που δοκιμάσαμε.


ΛΕΖΑΝΤΕΣ
Δοκιμή ενεργητικής ασφάλειας στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Τρίπολης, στο
περιθώριο της μεγάλης δοκιμής ελαστικών για το τεύχος Δεκεμβρίου ?96.

Παρά την αρκετά σκληρή χρήση, το 1600άρι Ιμπίθα της δοκιμής μας πέρασε από
τα συνεργεία μόνο για την προγραμματισμένη συντήρηση.

Τα κόκκινα KONI που δοκιμάσαμε (διατηρώντας τα εργοστασιακά ελατήρια) ήταν
μια λύση που μας ικανοποίησε από όλες τις απόψεις, ενώ επιπλέον δεν
κοστίζει και υπερβολικά.


Το Ιμπίθα στρίβει με πολύ υψηλά περιθώρια πρόσφυσης και με απόλυτη
ασφάλεια, ακόμα και σε πολύ γρήγορους ρυθμούς. H αλλαγή των αμορτισέρ απλά
κάνει το καλό καλύτερο.


Στην πορεία της δοκιμής μας επισκεφθήκαμε και το δυναμόμετρο της Τεχνοκάρ,
«σκάνδαλο» όμως δε βγήκε. H δυναμομέτρηση απλά επιβεβαίωσε τα εργοστασιακά
δεδομένα.

Από την Αθήνα στον Ατλαντικό οδικώς με ένα Seat Ibiza 1.6 GTi

Ένα φεγγάρι στο Βισκαϊκό κι ένα Φλαμένγκο στη Σεβίλη


«Φέτος θα κάνουμε το γύρο της Ιβηρικής... Θα αποβιβαστούμε χαμηλά, στο
Μπρίντιζι, θα περάσουμε έξω από Νάπολη και Ρώμη και το βράδυ θα μας βρει
στη Γένοβα.
Κάπου εκεί, σε? κανα πανδοχείο της ιταλικής Ριβιέρας θα διανυκτερεύσουμε.
Και την επομένη, διασχίζοντας τη Νότια Γαλλία, θα φτάσουμε βράδυ στο Σαν
Σεμπαστιάν»...

Κείμενο-Διαφάνειες: Του Γ. Τριάντη

H ΟΜΑΔΑ ΥΨΩΣΕ τα ποτήρια και ευχήθηκε «καλά χιλιόμετρα». Μπροστά της
απλωνόταν ήδη η Χερσόνησος της Ιβηρικής. «Θα ?χει πανσέληνο στο Σαν
Σεμπαστιιάν», είπε ο ένας.
O άλλος ονειρευόταν το Πόρτο, τη Λισαβόνα και τη Σεβίλη, την αγαπημένη του.
Και ο τρίτος όλο για την Κόρδοβα έλεγε και για τη Γρανάδα και για τις
γωνιές της Βαρκελώνης, που τις φανταζόταν σταμπαρισμένες από παλιές
ιστορίες και παλλόμενες σημερινές στιγμές.
?????????????????????????
Μεσάνυχτα στην ιταλική Ριβιέρα. Ανθρωποι λιγοστοί στο δρόμο, σκοτεινά τα
περισσότερα ξενοδοχεία. Φαγάδικο ούτε για δείγμα. Ούτε λόγος για πανδοχείο.
«Αυτά υπάρχουν μόνο στα μυθιστορήματα», είπε ο Αρης χαιρετώντας από το
ανοιχτό παράθυρο τα κορίτσια της νύχτας, τα μόνα συνεπή εκείνες τις ώρες
της μεγάλης βροχής, που μας δυσκόλεψε ακόμη και στην έξοχη αουτοστράντα.
Αράξαμε σ? ένα πλάτωμα της παραλιακής οδού, κοντά στο Σαν Ρέμο, δίπλα σ?
ένα τροχόσπιτο Πολωνών. Εκείνο το λάθος, που μας έβγαλε από το δρόμο, κοντά
στη Ρώμη, και μας έστειλε στα ορεινά της κεντρικής Ιταλίας, μακριά από το
δρόμο για τη Φλωρεντία και στη Γένοβα, ούτε που μας ενόχλησε. Ίσα ίσα: μας
χάρισε ανεπανάληπτα τοπία στο Ριέτι και το Τέρνι, που κολυμπούσαν στο
πράσινο, στα νερά και στους αιώνες. Εκείνο που δεν μπορέσαμε να εξηγήσουμε
ήταν το πώς βρέθηκαν οι δύο μαύρες καλλονές, μόνες τους, σ? εκείνη την
ερημική περιοχή. Ήταν, που λέτε, απογευματάκι κι ακολουθούσαμε μια νταλίκα
που σέρνονταν φορτωμένη.
O Γιόχαν Σεμπάστιαν συνόδευε τη σιωπή μας, όταν ο Αρης τινάχτηκε από τη
θέση του συνοδηγού. «Αμάν, τι είναι αυτό;»... H μία καθόταν σε μια πέτρα.
Το χάλκινο πόδι της έβγαινε στην άκρη της στροφής - ήταν αυτό που τίναξε
τον Αρη από τη θέση του.
H άλλη, όρθια, έπαιζε με το φύλλωμα του δέντρου που σχεδόν τύλιγε το κεφάλι
της. Μόνες τους. Δυο μαύρες καλλονές. Στο «πουθενά» της κεντρικής Ιταλίας.
H κόρνα του φορτηγού, που ακολουθούσε, με επανέφερε... Αργότερα είδα στο
χάρτη ότι «λίγα» χιλιόμετρα παραπάνω βρίσκεται ένα χωριό που το λένε
Παγανικό.
Πού ξέρεις...
??????????????????????????
Στις ατέλειωτες ευθείες του υπέροχου γαλλικού αυτοκινητοδρόμου θυμήθηκα τον
Στράτη: «Είναι σφαιράτο». Όντως. Το Ιμπίθα που μας εξασφάλισε (από την
αντιπροσωπεία) ο διευθυντής σύνταξης πήγαινε σαν τον άνεμο. Συμπαγές,
σταθερό και αθόρυβο, με άψογα φρένα και βολικά καθίσματα. (... Εντάξει μας
έλειπε ο τρίτος της ομάδας, που δεν μπόρεσε να ?ρθει. Αλλά τη νύχτα στη
Ριβιέρα είπαμε «ευτυχώς που είμαστε δύο» και μπορούμε να κοιμηθούμε μέσα
στο αυτοκίνητο). Πάντως όταν μας προσπέρασε εκείνο το Μεγκάν, λίγο έξω από
τη Μασσαλία (καθ? οδόν προς Τουλούζη και Σαν Σεμπαστιάν), ήθελα κάτι
παραπάνω σε «άλογα», κι ας ήταν μόνο η γαλλική βολίδα και μια θηριώδης BMW
που μας είχαν προσπεράσει ίσαμε τότε.
Συμφωνήσαμε ότι «καλά είναι και τα 100 άλογα» και μ? ένα σάλτο περάσαμε τις
παρυφές των Πυρηναίων, την Μπαγιόν και το Μπιάριτς ?παλιές, καλοκαιριάτικες
δόξες της γαλλικής αριστοκρατίας? και βρεθήκαμε, μόλις σουρούπωνε, στο Σαν
Σεμπαστιάν.
Τα «Καλώς ήρθατε στη Ντονόστια», μας είπαν οι φίλοι μας οι Βάσκοι,
περιμένοντας, μαζί μας το φεγγάρι να φανεί πάνω από τις στέγες της όμορφης
πόλης τους. «Ένα φεγγάρι Αυγουστιάτικο στον Βισκαϊκό», ψιθύρισα. «Κι ένα
φλαμένγκο στη Σεβίλη», συμπλήρωσε ο Αρης...
??????????????????????????
Μετρώντας τα φύλλα των σημειώσεων παραδίνομαι: χρειάζεται ολόκληρο τεύχος
του περιοδικού να γράψω για το ταξίδι. Πώς να χωρέσουν σε δυο τρεις σελίδες
φεγγάρια κι απογεύματα, ποτάμια και ψίθυροι αιώνων, ο Λόρκα κι ο Χουάν της
Βαρκελώνης (ο σοφός κλοσάρ, ο καθηγητής που δάκρυσε μόλις τον ρωτήσαμε για
τον τάφο του Ντουρούτι), μου λες πού θα χωρέσουν όλα αυτά της Ιβηρικής τα
χιλιόμετρα; Και μόνο για τις κουβέντες με τους φίλους μας τους Βάσκους
χρειαζόμαστε ολόκληρο τον «Αντίλογο». Για τις κουβέντες που ξεκινούσαν από
τη «Μάρι», την αρχαία κυρά, τη θεότητα, που ζούσε στις βαθιές σπηλιές των
μύθων τους, και κατέληγαν στην αυτονομία... «Είμαστε άλλοι».
Το ?λεγαν στη γλώσσα τους, την εσκουέρα, τη βαθύριζη και ανεξιχνίαστης
καταγωγής.
Το καταλαβαίνεις, βέβαια. Το νιώθεις ότι είναι διαφορετικοί. «Είμαστε
Εουσκαλντουνάκ»... Όταν οι κουβέντες έφταναν στη διεκδίκηση της αυτονομίας
τα πρόσωπα σκοτείνιαζαν. Οργή, θυμός και ευδιάκριτες αποκλίσεις. Πώς
νιώθουν για τους Ισπανούς; Όπως παλαιότερα οι αυτόχθονες της Λατινικής
Αμερικής. Ακόμα και το κανελλί («μας») Σέατ τους απωθούσε. Κι είναι ζήτημα
αν στη χώρα των Βάσκων κυκλοφορούν περισσότερα Σέατ απ? όσα, ας πούμε, στο
Παγκράτι... Κρεμασμένοι από τα σύννεφα της Ναβάρας, του παλιού μεσαιωνικού
Βασιλείου, αφήσαμε πίσω μας για λίγο τους φίλους και την αυτονομία και
ξεπεζέψαμε στην ήσυχη Παμπλόνα για καφέ.
Την άλλη μέρα το πρωί, στο δρόμο για το πνιγηρό Μπιλμπάο, νιώθαμε ακόμα
στους καθρέφτες μας να μας συνοδεύουν τα μαντήλια του αποχαιρετισμού και το
σήμα της νίκης. Μέχρι την Κορούνια, το ακρότατο βορειοδυτικό κάστρο της
Ιβηρικής, μας συνόδευαν και τα τραγούδια τους. Ίσως γι? αυτό ξαφνιάστηκε
εκείνη η κυρά, στο βενζινάδικο του Ριμπαντέο: Ξένοι που ακούνε Βάσκικα στο
Πριγκηπάτο της Αστούριας, ε, δεν της τύχαινε και κάθε μέρα...
????????????????????
Καθισμένοι στη βάση του φάρου, στην Κορούνια, πρωτεύουσα της Γαλλίας,
είχαμε στα πόδια μας τον Ατλαντικό. Και πίσω μας τις εντυπώσεις από ένα
κοπιαστικό ταξίδι. O δρόμος από το Σαντάντερ, πρωτεύουσας της Κανταβρίας,
με τη Γαλικία, θυμίζει τη διαδρομή Αντίρριο-Γιάννενα. Όμως οι σπηλιές της
Αλταμίρα, η Βιλαβιτσιόζα και προπαντός το Ριμπαντέο, ένα εκπληκτικό
ψαράδικο χωριό, χτισμένο σε μια αιχμή του Βισκαϊκού μέσα στο έδαφος της
Αστουριάς, μας αποζημίωσαν. Φεύγοντας από την Κορούνια για το Νότο
?Κομποστέλα, Ποντεβέντρα, σύνορα (με Πορτογαλία) Πόρτο? λέγαμε σιωπηλά
ευχαριστώ στον Στράτη που είχε την έμπνευση να τοποθετήσει κλιματισμό στο
Ιμπίθα μας.
Γιατί άνοιγε ο καιρός και μύριζε ο Νότος. Πάντως μέχρι το Πόρτο απάντηση
δεν δώσαμε: ήταν οι άνεμοι του Ατλαντικού, ήταν το νερό ή κάτι άλλο
μυστηριώδες που έκανε στιλπνά τα πρόσωπα των γυναικών της Κορούνια και τα
σώματά τους λεία, σφιχτά, ανέγγιχτα λες από τα χρόνια;
??????????????????????????
Φτάσαμε στο Πόρτο μεσημέρι. Κι αράξαμε στις όχθες του Δούρου που περνάει
στην άκρη της όμορφης πόλης. Είχαμε ξεχάσει ήδη τη διαδρομή μας από τα
σύνορα μέχρι το Πόρτο ?ή μάλλον είχαμε εξοικειωθεί με την ιδέα ότι
βρισκόμαστε σε «γνώριμα νερά»: δρόμος υπό κατασκευή, σκουπίδια στις άκρες,
ελλιπής σήμανση, ελληνικό τοπίο. Κυριολεκτικά. Ευτυχώς, τα αντανακλαστικά
μου και τα φρένα του Σέατ μας βοήθησαν να μην έχουμε την τύχη του
μπροστινού, που θρηνούσε το καινούριο του αμάξι, αλλά ευχαριστούσε το θεό
που απέφυγε τα χειρότερα, όταν δεν πρόλαβε να στρίψει στην αόρατη
παρακαμπτήριο και... ακολουθώντας τα σήματα βρέθηκε στις άκρες μιας
μισοκτισμένης γέφυρας.
Οι Πορτογάλοι είναι γλυκύτατοι, είναι φτωχοί (μπροστά στους Ισπανούς).
Μας μοιάζουν (όχι φυσιογνωμικά). Το διαπιστώσαμε πολλές φορές, αλλά εκείνο
το βράδυ στη Λισαβόνα, παρέα με ντόπιους και κρασί, το είπαμε με μάτια και
χαμόγελα: η κομπανία του δρόμου έπαιζε, οι τουρίστες ασήμωναν τους
μουσικούς, τα φάδος αντηχούσαν στα στενά και στα μπαλκόνια της γειτονιάς -
της κρεμασμένης απ? το ανατολικό Κάστρο.
Κάποια στιγμή προσέξαμε τον τσιτωμένο Γιαπωνέζο που παρακολουθούσε την
«παράσταση» με την (πανέμορφη) κοπέλα του και με μια... πυξίδα να κρέμεται
από το λαιμό του. Μας φάνηκε τόσο παράταιρο το εξάρτημα του συμπαθούς, τόσο
ξένο με τις στιγμές, την πόλη και τους ανθρώπους της. Και συμφωνήσαμε ?με
τα μάτια? ότι η πυξίδα δεν ταίριαζε ούτε με το διακριτικό τατουάζ στο
αλαβάστρινο μπράτσο της κοπέλας του...
??????????????????????????
Πώς; Είμαστε σχεδόν στα μισά της διαδρομής και βρίσκομαι ήδη στο έκτο
χειρόγραφο; Θα συννεφιάσει ο Καββαθάς, θα πάρει το ψαλίδι ο Κάγκας, θα
χαμογελάσει ο Στράτης. Εμ κι αυτός ο φίλος μου ο Καββαθάς γιατί δε βγάζει
ξανά, αυτόνομο, το «Ταξιδεύοντας» να γράφω σε συνέχειες για την Ιβηρική;
Αδιέξοδο: δεν φτάνουν οι (δυο-τρεις;) σελίδες. Κι έχω τόσα να πω για τα
στενά και για τα κάστρα της Λισαβόνας. Για τις διαδρομές του Φερνάντο Πεσόα
και για τον Αντόνιο, τον μπάτσο, που θυμήθηκε την όμορφη Ελληνίδα του.
Για την ακτή της Καπαρίκα με τους χιλιάδες γλάρους και τους αμέτρητους
τουρίστες με τις υψωμένες φωτογραφικές τους. Και μετά; Πού θα χωρέσει ο
Νότος της Ισπανίας; H Σεβίλη και το Κάντιθ, η Γρανάδα και η Κόρδοβα κι
εκείνη η Τάριφα, η ακρότατη του Νότου, απ? όπου βλέπεις τις άκρες του
Μαρόκουο, πού θα χωρέσουν; «Ξέρεις γιατί έχουν ανοιχτόχρωμα μάτια στη
Σεβίλη;», με ρώτησε ο Αρης στο δρόμο για τη Βαρκελώνη. «Λένε πως όταν
γεννιούνται τα παιδιά, στάζουν λίγο λεμόνι στα μάτια τους κι ανοίγει το
χρώμα τους»... Πάντως οι δυο φοιτητές που μας πρόσφεραν τσιγάρο και πιοτό
στην άκρη της Γρανάδας, μια μέρα πριν, δεν τον ήξεραν το μύθο. Ούτε την
Ελλάδα την ήξεραν. Δεν είχαν έρθει ποτές. Την αγαπούσαν, όμως. «Για την
ιστορία και την ομορφιά της». Οδηγώντας κατά μήκος της φημισμένη ανατολικής
ακτής (Κόστα ντελ Σολ και τα λοιπά) δε χαραμίσαμε ούτε δευτερόλεπτο για
στάση.
Ατελείωτα χιλιόμετρα αδιάφορης ακτής (κάτι σαν Γλυφάδα ή Βουλιαγμένη) με
χιλιάδες συγκροτήματα, στα οποία σκοτώνονται οι Βόρειοι να βρουν μια θέση.
Θεέ και Κύριε!
Το χειρότερο κομμάτι της Ισπανίας, μια περιοχή καθημαγμένη από την
τουριστική βιομηχανία, έχει καταστεί χρυσοφόρος και φημισμένη... Αποφύγαμε
και τη Βαλένθια, κρατώντας μονάχα τη μυρωδιά από τους απέραντους
πορτοκαλεώνες. Και προτιμήσαμε να λέμε για τη Μεσκίτα της Κόρδοβας και την
Αλάμπρα της Γρανάδας. Για το Κάντιθ και την Τάριφα. Και προπαντός για την
πόλη «μας», τη Σεβίλη... Για τον Πάκο, τον κιθαρωδό, και το φλαμένγκο της
μικρής στη γειτονιά την αποκεί. Των γύφτων. Των δικών μας. Λέγαμε ?ώσπου να
φτάσουμε στη Βαρκελώνη? για το ποτάμι, τον Γουαδαλκιβίρ.
Για τα μάτια της μικρής. Για τους παλιούς που πέρασαν κι άφησαν τη σφραγίδα
τους: τους Έλληνες, τους Φοίνικες, του Εβραίους, τους Ρωμαίους, τους
Γότθους και προπαντός τους Αραβες, που κέντησαν με ανεξίτηλα στολίδια τον
πολιτισμό της μακραίωνης Ισπανίας...
??????????????????????????
Απόγευμα που φύγαμε από τη Βαρκελώνη. Πολλά τα χιλιόμετρα μέχρι το
Μπρίντιζι ?δύο χιλιάδες και βάλε. Κι έπρεπε να ?μαστε εκεί στις εννιά το
πρωί. Φουλάραμε βενζίνη στα σύνορα και δίχως σταματημό (μονάχα μια ωρίτσα
ύπνο κοντά στη Μπολόνια) προλάβαμε «στο τσακ» το καράβι. O Τάσος ο
Κορφιάτης μας υποδέχτηκε με πλατύ χαμόγελο: «Σιγά που θα φεύγαμε χωρίς
εσάς». Είκοσι πέντε χρόνια στα καράβια ο Τάσος. «Πάσχω από λαμαρινίαση»,
λέει και ξαναλέει, πριν αρχίσουμε κι εμείς τις ιστορίες για το Σαν
Σεμπαστιάν και τη Λισαβόνα, τη Σεβίλη και τη Βαρκελώνη. Δεν του είπαμε για
την πανάκριβη βενζίνη της Γαλλίας (και της Πορτογαλίας) ούτε για τα αλμυρά
διόδια και τους υπέροχους δρόμους. Ούτε για τον τάφο του Ντουρούτι, όπου
μας έστειλε δακρυσμένος ο σοφός κλοσάρ, ο Καταλάνος καθηγητής. Για τη
Ράμπλας της Βαρκελώνης λέγαμε, για τη μικρή της Σεβίλης, για το φεγγάρι στο
Βισκαϊκό, για τον καθεδρικό ναό της Κομποστέλας, για τα παιδιά της
Γρανάδας, για τους γλυκύτατους Πορτογάλους (και για κείνον, βέβαια, στην
πλατεία της Λισαβόνας που ήθελε καταμεσήμερο να μας πασάρει chocolate,
κατάλαβε ο Τάσος) και για τους Ισπανούς που κρατούν το Νότο στο πετσί τους,
με λίγα βόρεια, θετικά στοιχεία, τελευταίας εισαγωγής. Ίσως σ? αυτά να
οφείλεται και το ότι μοιάζουν με σαλόνι ελληνικού σπιτιού οι τουαλέτες σε
όλα τα βενζινάδικα που σταματήσαμε...
????????????????????????????
«Πάνω από δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα σε δύο βδομάδες;», έλεγε και ξανάλεγε ο
τρίτος της ομάδας, ο άτυχος, που δεν μπόρεσε να έρθει. Κι όπως άκουγε με
ανοιχτό το στόμα τις ιστορίες μας από το Γύρο της Ιβηρικής, είπε πως, όταν
έρθει καιρός, θα εγκατασταθεί δια παντός στα νερά της Ανδαλουσίας. «Μπορεί
και βόρεια, στα Πυρηναία. Μπορεί στο Πόρτο ή στη Λισαβόνα». Τα ποτήρια
υψώθηκαν. Και η ομάδα ευχήθηκε «καλά χιλιόμετρα». H Σκοτία μας
περιμένει..._Γ.Τ.

ΥΓ.: Ευχαριστούμε θερμώς τους 4T που μας εμπιστεύτηκαν το αυτοκίνητο.
Ειδικώς τον Στρατή Χατζηπαναγιώτου που μας το εξασφάλισε, καθώς και τον κ.
Σακέλη της «Strintzis Lines» για το ανυπόκριτο ενδιαφέρον και την
ανιδιοτελή προσφορά του.